-
1 θειον
Iτό [θεῖος II]1) божествоτὸ θ. πᾶν φθονερόν (sc. ἐστιν) Her. — всякое божество завистливо;
ὥσπερ κατὰ θ. Arph. — словно по воле божества2) божественное начало, божественностьμάλιστα μετέχει τοῦ θείου ὅ ἄνθρωπος Arst. — (из всех живых существ) наиболее причастен божественному человек
3) pl. божественные дела, деяния(τὰ θεῖα ἐπαινεῖν Soph.)
4) pl. божественные вопросы(τὰ θεῖα ζητεῖν Xen.)
5) pl. почитание богов, религияἔρρει τὰ θεῖα Soph. — религия в упадке (досл. падает)
II(θείου ὀσμή Arst.; πῦρ καὴ θ. NT.)
θ. κακῶν ἄκος Hom. — сера - (очистительное) средство от зол ( сера употреблялась для культовых очищений)
См. также в других словарях:
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
αποθείωση — Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από… … Dictionary of Greek
εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
υδρόθειο — το, Ν χημ. υδρογονούχα ένωση τού θείου, τής οποίας τα υδατικά διαλύματα είναι γνωστά με τη γενική ονομασία υδροθειικό οξύ και η οποία εκλύεται ελεύθερα από τις ρωγμές τών κρατήρων τών ηφαιστείων και από ορισμένες πηγές μεταλλικών νερών ή… … Dictionary of Greek
ετεροκυκλικές ενώσεις — Ακόρεστες οργανικές ενώσεις με δομή πενταμελούς ή εξαμελούς δακτυλίου. Το χαρακτηριστικό αυτό των ενώσεων, από το οποίο και προκύπτει η ονομασία τους, είναι η παρουσία μέσα στον δακτύλιο ενός ή περισσότερων ατόμων διαφορετικών από τον άνθρακα που … Dictionary of Greek
μερκαπτάνες — Οργανικές ενώσεις που περιέχουν θείο· μπορούν να θεωρηθούν ως παράγωγα των αλκοολών, τα οποία προκύπτουν με αντικατάσταση της υδροξυλικής ομάδας ( OH) με σουλφυδρική ομάδα ( SH) και γι’ αυτό ονομάζονται και θειοαλκοόλες. Ο όρος μερκαπτάνες είναι… … Dictionary of Greek
υδρόθειο — το υδρογονούχα ένωση του θείου, αέριο εύφλεκτο, δηλητηριώδες, με οσμή σάπιου αβγού, που περιέχεται στα αέρια των θειούχων πηγών και παράγεται με την αποσύνθεση ζωικών και φυτικών ουσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)